- ἀλαμποῦς
- ἀλαμπήςdullmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τινκαλκονίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο βορικό ορυκτό τού νατρίου το οποίο απαντά στη φύση μόνο με τη μορφή αλαμπούς λευκής λεπτοκοκκώδους σκόνης, αλλ. βόρακας τών κοσμηματοπωλών … Dictionary of Greek